- τυφέκιον
- το уст. ружьё
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Mannlicher-Schönauer — (Military version) Mannlicher Schönauer rifle Y1903/14 Type Bolt action rifle Place … Wikipedia
τυφέκιο — και τυφέκι και τουφέκι και ντουφέκι, το, Ν φορητό οπισθογεμές πυροβόλο όπλο, που αποτελεί τον βασικό οπλισμό τού οπλίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tufek. Ο τ. τυφέκι οφείλεται σε υπεραστισμό (πρβλ. βόμβα: μπόμπα). Ο τ. τυφέκιον μαρτυρείται από το 1834 … Dictionary of Greek